- αγγελικάτος
- -η, -οωραίος σαν άγγελος: Τ' αγγελικάτο σου κορμί κρυφά το καμαρώνω (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγελικάτος — άτη, άτο ωραίος σαν άγγελος, κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελικός + παραγ. κατάληξη άτος] … Dictionary of Greek